- αιθερομανία
- Είδος τοξικομανίας. Σύμφωνα με αυτήν το άτομο οδηγείται από ακατάσχετη παρόρμηση στη συνεχή και αυξανόμενη χρήση αιθέρα. Ο αιθερομανής καταναλώνει τον αιθέρα με οσμές, ανακατεμένο σε οινόπνευμα ή και άκρατο. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης που προκαλούνται είναι όμοια με τα συμπτώματα του αλκοολισμού. Η θεραπεία της α. είναι ευκολότερη σε σύγκριση με άλλες μορφές τοξικομανίας, κυρίως όταν αρχίσει έγκαιρα.
* * *ητο πάθος να πίνεις ή να εισπνέεις αιθέρα, αλλιώς αιθεροποσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < etheromania, νεολατιν. επιστημον. ορος, ελληνογενής < αἰθήρ, -έρος + μανία (< μαίνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.